- βαφικῶν
- βαφικόςfit for dyeingfem gen plβαφικόςfit for dyeingmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χαρουπιά — (κερατονία η κερατέα, οικογένεια λεγκουμινώδη ή κατ’ άλλους οικογένεια καισαλπινίδες, τάξη λεγκουμινώδη, δικοτυλήδονα). Δέντρο που κατάγεται από την ανατολική Μεσόγειο και ζει κατά μήκος των εύκρατων παραλιακών περιοχών της Μεσογείου. Oνομάζεται… … Dictionary of Greek
αιματόξυλο ή καμπεχιανό ξύλο — Κεντρικό μέρος του κορμού από το δέντρο της Κεντρικής Αμερικής και των Αντιλλών α. το καμπεχιανό (οικογένεια ελλοβοκάρπων, δικοτυλήδονα), από το οποίο παρασκευάζεται η αιματοξυλίνη. Η ουσία αυτή χρησιμεύει για το βάψιμο επιστημονικών… … Dictionary of Greek
βενζιδίνη — Οργανική ένωση του τύπου NH2 C6H4 C6H4 NH2, παράγωγο του διφαινυλίου. Βιομηχανικά παρασκευάζεται με αναγωγή του νιτροβενζολίου, οπότε σχηματίζεται υδροζωβενζόλιο, που με την επίδραση οξέων μετατρέπεται σε β. Έχει σημείο τήξης 122°C και σημείο… … Dictionary of Greek